Οι συνθήκες που μας κάνουν να λέμε τα περισσότερα ψέμματα, σύμφωνα με νέα μελέτη
-
Πόσο συχνά λέμε ψέματα
Οι περισσότερες έρευνες για το ψέμα ζητούν από τους συμμετέχοντες να αναφέρουν μόνοι τους τη συμπεριφορά τους για ψέματα, ας πούμε κατά την τελευταία ημέρα ή εβδομάδα. Τώρα αν μπορείτε να εμπιστευτείτε τους ψεύτες να πουν την αλήθεια για τα ψέματα τους αυτό είναι ένα ζήτημα.Η κλασική μελέτη για τη συχνότητα του ψέματος διεξήχθη από την ψυχολόγο Bella DePaulo στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Επικεντρώθηκε σε αλληλεπιδράσεις πρόσωπο με πρόσωπο και χρησιμοποίησε μια ομάδα συμμετεχόντων φοιτητών και μια άλλη ομάδα εθελοντών από την κοινότητα γύρω από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Τα μέλη της κοινότητας είχαν κατά μέσο όρο ένα ψέμα την ημέρα, ενώ οι φοιτητές κατά μέσο όρο δύο ψέματα την ημέρα. Αυτό το αποτέλεσμα έγινε το σημείο αναφοράς στον τομέα της έρευνας για την ειλικρίνεια και βοήθησε τους ερευνητές να οδηγηθούν στη υπόθεση ότι το ψέμα είναι αρκετά κοινός τόπος μεταξύ των ανθρώπων. Ωστόσο, οι μέσοι όροι δεν περιγράφουν άτομα. Θα μπορούσε κάθε άτομο στην ομάδα να λέει ένα ή δύο ψέματα την ημέρα. Αλλά είναι επίσης πιθανό ότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που λένε ψέματα συνεχώς και άλλοι που λένε ψέματα πολύ σπάνια.
Σε μια σημαντική μελέτη, ο ερευνητής επικοινωνίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Κιμ Σερότα και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν ότι υπήρχαν άνθρωποι που έλεγαν ψέματα πολύ σπάνια. Από τους 1.000 Αμερικανούς συμμετέχοντες, το 59,9% ισχυρίστηκε ότι δεν είπε ούτε ένα ψέμα τις τελευταίες 24 ώρες. Από αυτούς που παραδέχτηκαν ότι είπαν ψέματα, οι περισσότεροι ανέφεραν ότι είχαν πει πολύ λίγα ψέματα. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν 1.646 ψέματα συνολικά, αλλά τα μισά από αυτά προέρχονταν από μόλις το 5,3% των συμμετεχόντων. Αυτό το γενικό μοτίβο στα δεδομένα έχει επαναληφθεί αρκετές φορές. Το ψέμα τείνει να είναι σπάνιο, εκτός από την περίπτωση μιας μικρής ομάδας ατόμων που είναι κατά συρροή ψεύτες.
Το μέσο κάνει την διαφορά;
Μπορεί το ψέμα να γίνει πιο συχνό υπό συγκεκριμένες συνθήκες; Τι θα συμβεί αν δεν εξετάζετε μόνο τις διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις αλλά βάλετε κάποια απόσταση στην επικοινωνία μέσω κειμένου, email ή τηλεφώνου;Η έρευνα δείχνει ότι το μέσο δεν έχει μεγάλη σημασία. Για παράδειγμα, μελέτη από την ερευνήτρια επικοινωνίας του Northwestern University Madeline Smith και τους συνεργάτες της διαπίστωσε ότι όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να δουν τα 30 πιο πρόσφατα γραπτά τους μηνύματα, το 23% είπε ότι δεν υπήρχαν παραπλανητικά κείμενα. Για την υπόλοιπη ομάδα, η συντριπτική πλειοψηφία είπε ότι το 10% ή και λιγότερο των κειμένων τους είχε ψέματα.
Πρόσφατη έρευνα του Ντέιβιντ Μάρκοβιτς στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον επανέλαβε με επιτυχία προηγούμενα ευρήματα που συνέκριναν τα ποσοστά ψέματος χρησιμοποιώντας διαφορετικές τεχνολογίες. Με βάση δεδομένα έρευνας από 205 συμμετέχοντες, ο Μάρκοβιτς διαπίστωσε ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι έλεγαν 1,08 ψέματα την ημέρα. Ωστόσο και πάλι ο μέσος όρος είχε ανέβει από κάποιους που έλεγαν συχνά ψέματα.
Κατά περίεργο τρόπο οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να πουν ψέματα στην διάρκεια συνομιλίας μέσω βιντεοκλήσης. Ήταν λιγότερο πιθανό να γράψουν ψέματα σε κάποιο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σε αυτό το σημείο μπορεί το μέσο να έχει μία επίδραση στο ψέμα. Όταν μιλάμε δεν υπάρχει αρχείο καταγραφής των όσων λέμε. Ένα γραπτό κείμενο, όμως, μπορεί να βοηθήσει κάποιον να εντοπίσει ευκολότερα το ψέμα και γι’ αυτό οι άνθρωποι αποφεύγουν να γράφουν ψέματα.
Τι συμβαίνει με το κοινό
Το επόμενο ερώτημα είναι τι ρόλο παίζει το κοινό στην συχνότητα των ψεμάτων. Αρχικά, μπορεί να σκεφτείτε ότι οι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπής να λένε ψέματα σε αγνώστους παρά σε φίλους και συγγενείς, καθώς τους πρώτους δεν τους γνωρίζουν και δεν έχουν συναισθηματικούς δεσμούς. Τα πράγματα, όμως, φαίνεται ότι είναι λίγο πιο περίπλοκα.Στο κλασικό της έργο, η Bella DePaulo διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι τείνουν να λένε αυτό που αποκαλούσε «καθημερινά ψέματα» πιο συχνά σε αγνώστους παρά σε μέλη της οικογένειας. Για παράδειγμα τέτοια «καθημερινά» ψέματα ήταν: «της είπα (ότι) τα μάφιν της ήταν τα καλύτερα» «λυπάμαι υπερβολικά που άργησα». Για παράδειγμα, η DePaulo και η συνάδελφός της Deborah Kashy ανέφεραν ότι οι συμμετέχοντες σε μία από τις μελέτες τους για κάθε 10 κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με τα παιδιά και τους συζύγους τους έλεγαν ψέματα λιγότερο από μία φορά.
Ωστόσο, όταν επρόκειτο για σοβαρά ψέματα, όπως εξωσυζυγικές σχέσεις ή τραυματισμούς, για παράδειγμα, το μοτίβο άλλαζε. Τώρα, το 53% των σοβαρών ψεμάτων αφορούσε ανθρώπους του στενού κύκλου των συμμετεχόντων στα μέλη της κοινότητας.
Το ποσοστό αυξήθηκε στο 72,7% μεταξύ των εθελοντών φοιτητών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι για τέτοιες σοβαρές καταστάσεις οι άνθρωποι προτιμούν να πουν ψέματα για να μην προκαλέσουν ζημιά στις στενές σχέσεις τους.
Η έρευνα της αλήθειας για τα ψέματα
Να σημειωθεί ότι όλα αυτά τα δεδομένα είναι αρχικά ευρήματα. Απαιτείται περαιτέρω έρευνα και διαπολιτισμικές μελέτες που θα χρησιμοποιήσουν μη δυτικούς συμμετέχοντες. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές άλλες μεταβλητές που θα μπορούσαν να εξεταστούν, όπως η ηλικία, το φύλο, η θρησκεία και οι πολιτικές πεποιθήσεις. Ωστόσο το ψέμα φαίνεται ότι είναι σπάνιο μεταξύ των ανθρώπων είτε αλληλεπιδρούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε μέσω μηνυμάτων. Θα πρέπει, όμως, όλοι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να εντοπίζουν τον άνθρωπο που ανήκει στην μικρή ομάδα όσων λένε συνεχώς ψέματα.